μουζεβίρης

μουζεβίρης
ο, θηλ. -ισσα και -ίρα, ουδ. -ικο και -ίρικο
1. στρεψόδικος
2. (κατ' επέκτ.) συκοφάντης, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muzewir].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”